στερέσιμος

στερέσιμος
-η, -ον, Α
βλ. στερήσιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στερέσιμος — liable to be taken away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερήσιμος — και στερέσιμος, ον, Α [στέρησις / στέρεσις] 1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί 3. (το ουδ. τού τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”